-
1 ποτό(ν)
τό1) напиток; питьё; 2) алкогольный напиток -
2 ποτό(ν)
τό1) напиток; питьё; 2) алкогольный напиток -
3 ποτό
[пото] ουσ. о. напиток, питье, ликер.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ποτό
-
4 ποτό
[пото] ουσ ο напиток, питье, ликер. -
5 ποτό
la beguda -
6 ποτό
1) boisson2) breuvage -
7 ποτό
1) napój (m) rzecz.2) trunek (m) rzecz. -
8 ποτό
1) nápoj2) pití -
9 ποτό
1) brew2) drinkΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ποτό
-
10 içki
ποτό, πιοτό, πιόμα -
11 breuvage
ποτό -
12 nápoj
ποτό -
13 pití
ποτό -
14 napój
ποτό -
15 trunek
ποτό -
16 напиток
напиток м το ποτό' το πιοτό (тж. алкогольный)' прохладительные \напитокки τα αναψυκτικά* * *мτο ποτό; το πιοτό (тж. алкогольный)прохлади́тельные напи́тки — τα αναψυκτικά
-
17 напиток
-тка α. ποτό, πιοτό•не люблю крепкий напиток δεν αγαπώ το δυνατό ποτό•
прохладительные -и αναψυκτικά ποτά•
спиртные -и οινοπνευματώδη ποτά.
-
18 согревающий
επ. από μτχ.θερμαντικός• θερμογόνος•-ее напиток θερμαντικό ποτό.
|| ουσ. -ее ουδ. θερμαντικό (ποτό).εκφρ.согревающий компресс – ζεστή κομπρέσα. -
19 напиток
напи́т||окм τό ποτό[ν], τό πιοτό:прохладительные \напитокки τά ἀναψυκτικά, τά δροσιστικά ποτά· спиртные \напитокки τά οἰνοπνευματώδη ποτά. -
20 хмельное
хмел||ьноес разг τό ποτό μεθυστικό.
См. также в других словарях:
ποτό — το καθετί που πίνεται: Oινοπνευματώδες ποτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποτό — το / ποτόν, ΝΜΑ 1. καθετί που πίνεται («σιτία καὶ ποτά», Πλάτ.) νεοελλ. οινοπνευματώδες ή αναψυκτικό παρασκεύασμα αρχ. πόσιμο νερό («Σπερχειός ἄρδει πεδίον εὐμενεῑ ποτῷ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού ρημ. επιθ. ποτός] … Dictionary of Greek
πότο — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία δενδρόβιου προπιθήκου τής Αφρικής … Dictionary of Greek
βενεδικτίνη — Ποτό γλυκό, κίτρινου χρώματος, που παρασκευάζεται από την απόσταξη οινοπνεύματος μαζί με διάφορα χόρτα. Η ποιότητά του εξαρτάται από το είδος των χόρτων, τις συνθήκες της απόσταξης κλπ. To καλύτερο είδος προέρχεται από ορισμένα μοναστήρια της… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
απόσταγμα, οινοπνευματούχο — Ποτό με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα που λαμβάνεται με απόσταξη από άλλο υγρό, το οποίο περιέχει οινόπνευμα σε αρκετά μικρότερη αναλογία. Από το κρασί, π.χ., που περιέχει οινόπνευμα σε αναλογία από 10% έως 14%, εξάγονται ο.α. όπως το… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
κονιάκ — Δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται συνήθως με διπλή απόσταξη εκλεκτών κρασιών, κυρίως λευκών. Η απόσταξη πραγματοποιήθηκε αρχικά στην περιφέρεια Σαράντ της βορειοανατολικής Γαλλίας τον 13o αι., αλλά η πόλη Κονιάκ, από την οποία πήρε την… … Dictionary of Greek
ουίσκι — Αλκοολούχο ποτό, που λαμβάνεται από απόσταξη από τη ζύμωση γλεύκους σιτηρών και περισσότερο από κριθάρι ή αραβόσιτο. Το ποτό αυτό διαφέρει από το συνηθισμένο απόσταγμα σιτηρών, χάρη στη γεύση του, που οφείλεται στην ειδική επεξεργασία των πρώτων… … Dictionary of Greek
αψέντι — (absinthe). Ποτό που προέρχεται από απόσταγμα αλκοόλης που περιέχει και σπέρματα γλυκάνισου και μάραθου και φύλλα α. Το α. είναι πλούσιο σε αλκοόλη (47 67%). Το ποτό αυτό, που παρασκευάζεται παραδοσιακά στην Τσεχία, συνδέθηκε με τους ρομαντικούς… … Dictionary of Greek